- κακοπροαίρετος
- -η, -ο1. αυτός που έχει κακή προαίρεση, κακή πρόθεση2. ο αρνητικά διατεθειμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + προαιρούμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek
πικρόχολος — η, ο 1. στρυφνός, αυτός που θυμώνει εύκολα, κακοπροαίρετος: Πικρόχολος άνθρωπος αυτός ο υπάλληλος. 2. αυτός που προέρχεται από κακή διάθεση, ο δύσκολος, ο δυσάρεστος, ο κακός: Πικρόχολα λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονηρός, -ή — ό 1. ο κακοπροαίρετος, ο δόλιος, ο πανούργος: Πονηρός άνθρωπος. 2. έξυπνος, διαβολεμένος: Δεν τον γελάς, είναι πονηρός. 3. το αρσ. ως ουσ., πονηρός διάβολος, δαίμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)